Αναγνώστες

Σελίδες

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Μαγικά Χριστούγεννα....

~Δύο διαφορετικές ιστορίες αγάπης. Δύο χριστουγεννιάτικες ιστορίες με αγάπη, συναίσθημα, έρωτα. Με διαφορετικά μηνύματα. ~
Εκείνο το πρωινό ξύπνησα κάπως κακόκεφη. Τα σχολεία μπορεί να είχαν κλείσει λόγω γιορτών μα παρόλα αυτά τίποτα δε μπορούσε να μου δώσει την ικανοποίηση. Κάθε μέρα ήταν τόσο ξένη και απροσάρμοστη με τις ανάγκες ενός μικρού παιδιού σαν κι' εμένα.Σαν βγήκα από το δωμάτιο άκουσα τη μητέρα μου να τραγουδά κεφάτη ένα τραγούδι από τα αγαπημένα της. Η μητέρα μου δε τραγουδούσε σχεδόν ποτέ μα όταν το έκανε η φωνή της θύμισε αγγέλου. Πρώτη φορά την έβλεπα τόσο χαρούμενη. Όλα μου φαινόντουσαν τόσο εξωπραγματικά.
Περίεργα πράγματα γινόντουσαν εκείνη τη μέρα μα δεν έδωσα και πολύ σημασία. Όλα θα γινόντουσαν πάλι μονότονα. Η μαμά κατευθύνθηκε στη κουζίνα και εγώ τότε βρήκα την ευκαιρία να περάσω μέσα. Όλος ο κόσμος μύριζε κάτι ωραίο. Η μαμά καθόταν στο τραπέζι και είχε γεμίσει τα χέρια της με ζυμάρια.
"Μαμά;" απόρησα παραξενεμένη με όσα έκανε.
"Αγάπη μου καλημέρα. Έλα, φάε πρωινό και κάτσε να με βοηθήσεις" μου ζήτησε και χάρηκα καθώς πότε δεν ήθελε τη βοήθειά μου.
"Τι είναι;" ρώτησα και έκατσα πάνω στη καρέκλα της κουζίνας κοιτώντας το πλούσιο πρωινό που είχε φταίξει για μένα με απορία αφού η μαμά κάθε πρωί έφευγε βιαστικά για τη δουλειά της αργοπορημένη αφήνοντας με μόνη μου σπίτι. Να φάω πρωινό, να ετοιμαστώ και να πάω στο σχολείο.
"Μελομακάρονα μωρό μου. Για τα Χριστούγεννα που έρχονται. Αύριο θα φτιάξουμε μαζί τους κουραμπιέδες εκείνα τα γλυκάκια με τη λευκή ζάχαρη που σου αρέσουν πολύ κάθε χρόνο" μου δήλωσε και με όρεξη έγλυψα τα χείλη μου που είχαν γεμίσει μαρμελάδα.
Για μια στιγμή μονάχα γιατί μετά άρχισα να μπερδεύομαι. Ήταν σίγουρα η μαμά μου αυτή η γυναίκα ή είχε πάθει κάτι. Η μητέρα μου δύσκολα ασχολούνταν μαζί μου, γυρνούσε πάντα κουρασμένη και σπάνια με άφηνε να τη βοηθήσω.
"Μα τι συμβαίνει μαμά, γιατί είσαι τόσο χαρούμενη, έγινε κάτι" θέλησα να μάθω καθώς όλα μέσα μου ήταν μπερδεμένα.
"Έρχονται τα Χριστούγεννα αγάπη μου. Από τη δουλειά μου πήρα μεγάλη άδεια και έτσι θα περάσουμε όλοι μαζί αυτές τις χαρούμενες, άγιες μέρες" μου απάντησε με την απέραντη χαρά που κουβαλούσε μέσα της. Και έστρεψε ξανά τη προσοχή της στα γλυκάκια που έφτιαχνε. Ο φούρνος ήταν ήδη αναμμένος με τα γλυκά που είχε φτιάξει η μαμά. Αυτά μύριζαν λοιπόν τόσο ωραία.
Έφαγα γρήγορα το πρωινό μου και έκατσα δίπλα της να την βοηθήσω. Μου έδειξε το πως πολλές φορές και αφού γεμίσαμε όλα τα ταψιά, μου έδωσε ένα μεγάλο πιρούνι για να τους φτιάξω εγώ το σχήμα.
Ήταν τόσο ωραίο εκείνο το πρωινό. Μου είχε φτιάξει ξαφνικά τη διάθεση.
   Όταν ο μπαμπάς γύρισε το απόγευμα από τη δουλειά όλα ήταν έτοιμα. Η μεγάλη τραπεζαρία μας ήταν γεμάτη με κάθε χριστουγεννιάτικη απόλαυση και ο μπαμπάς εκείνη τη μέρα λιγότερο νευρικός από τις προηγούμενες φορές. Σκεφτόμουν αν είχαν χαλάσει εκείνη τη μέρα τα τηλέφωνα τους και αποφάσισαν να γεμίσουν τον ελεύθερο χρόνο τους με μένα. Κανένας δεν το είχε πιάσει στα χέρια του εκείνη τη μέρα. Έτσι η λευκή οθόνη που άναβε και αντανακλούσε στο βλέμμα τους αποβλακώνοντας τους δεν άναψε σχεδόν καθόλου.
Η μαμά σαν είδε πως ο μπαμπάς ήταν πια ξεκούραστος του ζήτησε να κατεβάσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο από το πατάρι. Εκείνος δε της χάλασε χατίρι. Δίνοντας της ένα φιλί στα χείλη έσπευσε να κάνει την επιθυμία της διαταγή.
Το δέντρο μπήκε στο κέντρο του σαλονιού πλέον και η μαμά έριξε το βλέμμα της πάνω μου.
"Έλα αγάπη μου. Πάμε να με βοηθήσεις να φτιάξουμε το δέντρο, θα μας βοηθήσει και ο μπαμπάς" είπε χαρίζοντας μου το χέρι της που χωρίς δεύτερη σκέψη το έπιασα.
Κανένας δεν είχε νεύρα εκείνη τη μέρα. Κανένας δε μου φώναξε, ούτε μου υπέδειξε τι να κάνω. Εκείνη τη μέρα έμεινα με τις πιτζάμες από την ώρα που ξύπνησα. Η μαμά με άφηνε να βάζω τα στολίδια όπου ήθελα πάνω στο δέντρο χωρίς να μου ορίζει το που. Ο μπαμπάς έβαλε μουσική στο στέρεο αφήνοντας μου φιλιά που και που στο μάγουλο κάνοντας με να κοκκινίζω.
Είχε νυχτώσει πια όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι μου ύστερα από το αγαπημένο μου φαγητό που είχε φταίξει η μαμά. Ήμουν αρκετά κουρασμένη όταν εκείνη με σκέπασε και μου έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο κούτελο ψιθυρίζοντας μου καληνύχτα.
"Κοιμήσου αγάπη μου να ξεκουραστείς. Αύριο θα είναι μια εξίσου συναρπαστική αλλά κουραστική μέρα. Θα πρέπει ξανά να φτιάξουμε τα γλυκά που σου υποσχέθηκα και να βγούμε στα μαγαζιά να ψωνίσουμε δώρα. Εσύ, έγραψες γράμμα στον Άι-Βασίλη, του ζήτησες να σου φέρει το δώρο σου;" με ρώτησε και αχνά χαμογέλασα. Η αλήθεια ήταν πως το μυστικό της μαμάς και του μπαμπά δεν ήταν πια ασφαλές γιατί το είχα μάθει, παρόλα αυτά δεν την απογοήτευσα.
"Του έγραψα μαμά μα νομίζω πως σε μένα ήρθε φέτος πιο νωρίς" απάντησα και την είδα να δακρύζει.
Είχα την αγάπη και την αμέριστη προσοχή των γονιών μου. Χωρίς υποδείξεις, υπαινιγμούς και επικρίσεις. Τι άλλο θα μπορούσα να θέλω; Τι άλλο μπορούσα να ζητήσω; Ήξερα πως τα Χριστούγεννα που ερχόντουσαν ήταν μαγικά.
                                                       ~~~~
Καθόμουν στη μοβ πολυθρόνα διαβάζοντας αφοσιωμένη εκείνο το βιβλίο που είχα ξεκινήσει τη προηγούμενη βδομάδα. Εκείνο που μου είχε κινήσει τη περιέργεια να το ανοίξω και μαγεύτηκα. Με εκείνα και με τα άλλα δεν είχα προλάβει να φτάσω ούτε καν μέχρι τη μέση.   Ήμουν τόσο εκνευρισμένη εκείνη τη μέρα. Είχα σηκωθεί μάλλον κάπως περίεργη. Εκείνος δε βρισκόταν στο πλευρό μου. Μέρες τώρα βλεπόμασταν πολύ λίγο.
Ερχόταν από τη δουλειά αργότερα από μένα. Μα ακόμα και τότε δεν άλλαζε κάτι. Τρώγαμε μαζί και ύστερα σκαρφιζόταν πως είχε δουλειά και έπρεπε να φύγει. Όλο έτρεχε. Αγωνιούσε συνέχεια για κάτι. Και το τηλέφωνο μονίμως κολλημένο πάνω του. Όλο μιλούσε και όλο άκρη δεν έβγαζε.
Ήμουν τόσο απορροφημένη που πραγματικά δε συνειδητοποίησα πως το σπίτι φιλοξενούσε και τη δική του παρουσία. Άργησα πολύ να καταλάβω. Ένας θόρυβος με ξύπνησε από το λήθαργο μου. Γύρισα και κοίταξε. Η τσάντα του ήταν ριγμένη πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι του σαλονιού και εκείνος κάπως εκνευρισμένος σε μια στάση αρκετά κοντά μου.
"Γύρισες; Συγγνώμη. Δε σε άκουσα" είπα μόνο και έστρεψα το βλέμμα μου ξανά μες τις σελίδες του πολυπόθητου βιβλίου.
Παρεμπιπτόντως δεν το συνέχισε. Ίσως να περίμενε να τσακωθούμε που είχε αφήσει τη τσάντα του πάνω στο κρυστάλλινο γυαλί και γνώριζε καλά το ποσό με εκνεύριζε, μα εκείνη τη στιγμή δεν έδωσα συνέχεια. Τόπο στην οργή. Ήμουν αρκετά λυπημένη μαζί του.
Πήρε την τσάντα του και την έβαλε δίπλα από τον καναπέ. Για λίγο είχε τη καλοσύνη να με αφήσει στην ησυχία μου. Ύστερα όμως τη χάλασε. Και ενώ ήμουν έτοιμη να σηκωθώ και να φύγω από δίπλα του εκνευρισμένη, τα λόγια του με ηρέμησαν.
"Θέλεις να αφήσεις το βιβλίο και να πάμε για περπάτημα; Θα ήθελα να κάνουμε μια βόλτα μαζί, να ξεσκάσουμε" μου πρότεινε και σταμάτησα να διαβάζω τα γράμματα στις σελίδες. Έκλεισα το βιβλίο αργά και το ακούμπησα στο γυάλινο τραπέζι. Ήξερα καλά πως το βλέμμα του με συντρόφευε σε κάθε κίνηση μου μα αρνήθηκα να τον κοιτάξω και εγώ.
"Εντάξει. Πάω να ετοιμαστώ" του δήλωσα μα πηγαίνοντας να φύγω με κράτησε από το χέρι γλυκά.
"Δε χρειάζεται. Απλά βάλε το μπουφάν σου" είπε και σαν υπνωτισμένη από τη ξαφνικά αναπάντεχη και ταυτόχρονα τόσο τρυφερή συμπεριφορά του, πήγα σχεδόν βιαστικά να το φορέσω.
Περπατάγαμε για αρκετή ώρα. Ο παγωμένος αέρας μου έκανε ξαφνικά τόσο καλό. Η κάπνα από τα τζάκια είχαν πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα με ένα λευκό νέφος. Οι αναπνοές μας σχημάτιζαν ένα σύννεφο καπνού. Το ευαίσθητο δέρμα μου είχε παγώσει. Σιωπή για άλλη μια φορά μας διακατείχε, μα παρόλα αυτά τα Χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια στα μπαλκόνια των σπιτιών, των δέντρων και στις κολώνες του δήμου με ηρεμούσαν.
"Το ξέρω πως το τελευταίο καιρό έχουμε απομακρυνθεί. Ξέρω πως νομίζεις ότι δεν έχω χρόνο για σένα ή άλλα χίλια δύο που δεν αντιστοιχούν με τη πραγματικότητα. Μα δεν έχουν έτσι τα πράγματα" έσπασε τη σιωπή απότομα, όσο απότομα με χτύπησαν τα λόγια του ταράζοντας με.
Βρισκόμασταν ήδη στο μικρό λοφίσκο που είχε θέα ολόκληρη την Αθήνα. Έκατσε σε μια πέτρα και μου έτεινε το χέρι του να κάνω και εγώ το ίδιο.
"Δεν καταλαβαίνω. Γιατί όλα αυτά;" θέλησα επιτέλους να μάθω καθώς με έτρωγε η περιέργεια.
Εκείνος δε μου απάντησε. Ξεκούμπωσε το μπουφάν του και έβγαλε από μέσα ένα μπουκάλι κρασί με δύο ποτήρια.
"Μα τι είναι αυτά;" ρώτησα γελώντας βλέποντας τη σκηνή αυτή.
"Αφού δεν έσπασαν. Πάλι καλά να λες" αρνήθηκε να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση.
"Δε θέλω να σου μπαίνουν στο μυαλό ιδέες μικρό μου. Δε θέλω να έχεις αμφιβολίες για τίποτα" είπε μόνο και μου έδωσε ένα ποτήρι κρασί. Κόκκινο.
"Που θα πιούμε;"
"Μα στην ευτυχία μας βέβαια. Που αλλού. Μπορεί να σου φαίνεται παράξενο μα μόνο εσένα είχα στο μυαλό μου αυτές τις μέρες" συνέχισε μα δεν πρόσθεσα τίποτα άλλο. Δε ήξερα τι εννοούσε, ούτε και τι είχε στο μυαλό του.
Η σιωπή του με προβλημάτιζε, μα σαν γύρισα να τον κοιτάξω εκείνα με το στόμα ανοιχτό.
"Τι είναι αυτό;"
"Είναι για σένα. Τίποτα μεγάλο. Μα θα ήθελα να μου δώσεις μια απάντηση" μου ζήτησε περνώντας στο δάχτυλο μου εκείνο το μικρό, χαριτωμένο, αστραφτερό μονόπετρο.
"Μια απάντηση;"
"Ένα ναι ή ένα όχι. Και αν θες να ξέρεις γι αυτό έψαχνα σχεδόν όλο αυτό το καιρό. Ήθελα να βρω το καλύτερο για σένα" με ενημέρωσε και έπεσα από τα σύννεφα μαθαίνοντας τι πραγματικά τον κρατούσε μακριά μου, σχεδόν όλο το Δεκέμβρη.
"Εσύ; Είσαι σίγουρος;" περίμενα να μου δείξει τι σκεφτόταν από τη δική του πλευρά. Έστρεψε όλο του το κορμί του προς το μέρος μου, με χάιδεψε και σήκωσε το πρόσωπο μου στο ύψος του δικού του βλέμματος.
"Αν και μόνο αν είσαι και εσύ σίγουρη. Εγώ έχω πάρει την απόφαση μου για το μέλλον και είσαι εσύ μα αν..."
"Ναι" είπα απλά, μόνο. Χωρίς καν να το σκεφτώ διακόπτοντας τον ειρμό του.
"Ναι τι ναι;" απόρησε και εκείνος και σηκώθηκε πανικοβλημένος όρθιος.
"Ναι. Δέχομαι να γίνω γυναίκα σου" επανέλαβα πιο ολοκληρωμένα πέφτοντας στην αγκαλιά του. Σε μια αγκαλιά που με έσφιξε βαθιά μέσα της. Και με σήκωσε ψηλά. Σε μια αγκαλιά που τώρα πια ήμουν σίγουρη εκατό τα εκατό πως ήταν το λιμάνι μου. Ήταν τα πιο μαγικά Χριστούγεννα της ζωής μου, τα Χριστούγεννα εκείνα που θα έμεναν στην ψυχή και τη καρδιά μου ανεξίτηλα χαραγμένα. Η αρχή μιας καινούργιας γεμάτης μαγεία ζωής.
       ~Στην απελπισία της στιγμής, στις δυσκολίες που μπορεί και να αντιμετωπίσεις, φτιάξε γέφυρα αντοχής. Μερικές φορές το μυαλό, μας παίζει περίεργα παιχνίδια. Η ανάγκη μας για το λευκό φόντο στη ζωή μας, είναι μεγαλύτερη από το οτιδήποτε άλλο, μη παλεύεις να δεις μαύρο σε κάθε σου στιγμή. Περίμενε. Τα μεγαλύτερα θαύματα έγιναν όταν κανείς δε τα περίμενε, όταν όλοι τα είχαν παρατήσει. Γιατί, πάντα θα υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι οι ξεχωριστοί να σου δίνουν φως όταν όλα γύρω σου έχουν σβήσει. Και αν δε μπορείς να γίνεις ένας από αυτούς, τουλάχιστον μην απελπίζεσαι. Αν πάλι δεν είσαι από εκείνους, γίνε σαν τους άλλους και χάρισε άπλετο λευκό σε εκείνους που τόσο το έχουν ανάγκη. Κάνε τη μαγεία των Χριστουγέννων να διαρκέσει 365 μέρες το χρόνο….Μπορείς. Αγάπα. Ζήσε. Χάρισε. Φώτισε. Αγκάλιασε. Πίστεψε. Βοήθησε. Νιώσε. Εκεί υπάρχει κόσμος που εκτός από οτιδήποτε άλλο είναι φτωχός από συναισθήματα. Ένα ακριβό δώρο δε θα του δώσει πίσω την υγεία της ψυχής του, δε θα χορτάσει το άδειο πνεύμα του, την μισογεμάτη ψυχή του. Διάλεξε ανάμεσα στα υλικά δώρα εκείνα της ψυχής, κάποιοι κρυώνουν και ας έχουν θέρμανση. Κάνε τη διαφορά. Το συναίσθημα δε κοστίζει μα σε κάποιους κοστίζει η απώλεια του…..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου