Αναγνώστες

Σελίδες

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Στα προάστια του έρωτα

 
 Στον έρωτα. Με κάθε δύναμη με κάθε άποψη. Στον έρωτα που κάθε έννοια του φαντάζει τόσο μα τόσο μακάβρια. Σε εκείνον που πιστεύει στο αύριο. Εκείνος που σε κάνει να ελπίζεις για το αύριο.
  Στο αύριο λοιπόν. Ας πιούμε εκεί. Στο αύριο του έρωτα που συνορεύει κάπου εκεί, στης λογικής το τώρα. Βάλτε κόκκινο κρασί σε ποτήρι ψηλό και πιείτε στην υγεία του. Μεθύστε για εκείνον, γι' αυτόν που υπομονετικά περιμένει την επόμενη σας κίνηση για να τη βουτήξει μες τα δύσκολα, στην απελπισία.
Σε εκείνον τον παράλογο, τον ξύπνιο, τον χαζό, τον τρέλα ανυπότακτο σε κάθε λογικής αντίληψη. Στον ταξιδιάρη Θεό, θνητό ή ημίθεο. Που περνάει από παντού και δεν αφήνει ούτε τόσο δα κόκκο μαγείας. Γιατί είναι η μαγεία. Είναι κατάρα και ευχή την ίδια ώρα. Πόνος και αναλγητικό την ίδια στιγμή. Και από σύνορα δε γνωρίζει ούτε λεπτό. Ξεκινάει από το Βορρά γυρνάει γύρω από το Νότο, στην Ανατολή κάνει μια στάση και καταλήγει Δυτικά.
Δεν έχει συγκεκριμένο προάστιο ο έρωτας. Κάνει συνέχεια στάσεις μα δε καταλήγει πουθενά. Αράζει μα δε κάθεται. Είναι περαστικός από κάθε λιμάνι χωρίς να έχει σημείο προορισμού να πάει. Είναι Οδυσσέας που η Πηνελόπη τον εγκατέλειψε και η Ιθάκη του τον πρόδωσε. Είναι εκδικητικός και προκαλεί καταστροφές. Ανακαλεί το παρελθόν του και προκαλεί δεινά που εκείνος μέσα από εκείνα άλλαξε.
Δεν τον πιάνεις φίλο τον έρωτα γιατί μπορεί να γίνει ο χειρότερος σου εχθρός. Μόνο αν έχεις τα κότσια να επιβιώσεις από τα δεινά του όπως έκανε και εκείνος κάποτε ίσως σε αφήσει να πιάσεις στεριά. Μέχρι τότε πρέπει να μάθεις τι θα πει θαλασσοδέρνομαι σε κύματα ερμητικά. Σε βαθιά νερά,κοντά σε βράχια.
Τα προάστια του έρωτα ορίζονται κάπου κοντά στη κόλαση μα ένα βήμα κοντά στο παράδεισο. Είναι η επιλογή η δική σου που σε αφήνει δέσμιο στο σκοτάδι της βλέποντας ένα αχνό φως από τη γη του παραδείσου.
Είναι τα προάστια εκείνα που δεν ορίζονται ποτέ. Είναι άβυσσος ο έρωτας μη το ψάχνεις. Νοητές γραμμές πάνω σε ένα καμβά λευκό. Και θέλει χρώμα, ζητά να τον βάψεις με χρώματα τόσο έντονα. Να βουτήξεις την ψυχή σου μέσα του για να βγει ουράνιο τόξο. Εκτροχιασμένο παιδί από κάθε ευθυγραμμισμένο δρόμο λογικής, σωστής πορείας. Περνάει με κόκκινο κάθε φανάρι με ανεβασμένη την αδρεναλίνη και με μιας η παραβατικότητα του φτάνει στα ύψη.
  Είναι η αρχή, η μέση και το τέλος κάθε ιστορίας με φινάλε grand. Ηθοποιούς κομπάρσους καθώς μονάχα αυτός είναι ο πρωταγωνιστής. Και το χειροκρότημα τελικώς το παίρνει μόνο εκείνος. Ως σκηνοθέτης, ως σκηνογράφος, ως ο καλύτερος υποκριτής στο δικό του σενάριο.
   Δεν γνωρίζει από προάστια ο έρωτας. Δε λογαριάζει κοινωνικές τάξεις, εθνικότητες, θρησκείες. Πηγαίνει κόντρα σε κάθε κατεστημένο, κώδικα, νόμο. Είναι παραβάτης, καθόλου νομοταγής και ποτέ δεν απορροφάται από το σύνολο. Μόνος του. Για να ορίζει και να ορίζεται. Για να ελέγχει και να ελέγχεται. Για να διαλέγει και να διαλέγεται. Δράση-Αντίδραση. Πήξη-Τήξη. Τριβή-Αδράνεια. Πολλαπλασιασμός-Διαίρεση. Και κατά εξ ακολουθία. Φυσική, Χημεία, Μαθηματικά. Τίποτα περισσότερο από το τίποτα και τίποτα λιγότερο από τα πάντα.
Αυτά είναι τα προάστια του έρωτα. Για διαβάτες ζόρικους, σκληρούς, με υπομονή και επιμονή να καταφέρουν τα πάντα. Δεν είναι για δειλούς, αυτούς τους καταστρέφει με γιατί και αν, δε τους ακουμπάει καν.
Γίνε λοιπόν και εσύ οπαδός του είναι αξίωμα, τιμή κάτι σαν θησαυρό ανεκτίμητο για μια ζωή.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

"Αντίο μαμά"



                                                               
                                                                                                                                                                                                                                                                         
                                                                                                                                                                  Σήμερα ένιωσα λίγο και πιο μεγάλος. Σιγά σιγά για κοίτα, γίνομαι άνθρωπος.Πάει καιρός από τότε που εγώ και εσύ κατοικούμε στο ίδιο σώμα. Έτσι δεν είναι;
Είναι τόσο ωραία εδώ μαμά. Μου επιτρέπεις να σε φωνάζω μαμά, έτσι; Μαθαίνω και κολυμπάω. Κουνάω χέρια, πόδια, δεν είμαι πια τόσο αδύναμο όσο ήμουν στην αρχή. Έτσι δεν είναι;
Μου αρέσει που ξυπνάς κάθε πρωί και τρως νόστιμο φαγητό μα μαμά. Κοίτα με, είμαι και εγώ εδώ. Εγώ δε χόρτασα μανούλα. Ακόμα πεινάω. Ύστερα πάλι το ξεχνάω. Δε βαριέσαι θα πεινάσεις ξανά.
Είσαι πολύ όμορφη μαμά μου. Τα μαλλιά σου, το πρόσωπο σου. Κρίμα που δε μπορώ να σε δω από δω κάτω μα είμαι τόσο σίγουρο πως έχω τη πιο όμορφη μαμά του κόσμου.
Να ξέρεις μαμά. Πόσο πολύ θα ήθελα να περάσει ο καιρός, να γίνω ακόμα πιο μεγάλο παιδάκι και να παίζουμε μαζί. Θέλω να ακούσω τη φωνή σου να μου διαβάζει από εκείνα τα ωραία, τα πολύχρωμα μεγάλα πράγματα. Που έχουν όλο και κάτι να πουν σε εκείνα τα λεπτά φύλλα που ξεφυλλίζεις κάθε φορά. Μα δε σε ακούω. Δε μπορώ να καταλάβω τη φωνή σου μαμά. Μίλησε μου. Το έχω ανάγκη. Τόσο μεγάλη ανάγκη.
Σήμερα μου φαίνεσαι τόσο περίεργη μαμά. Σαν να έχεις ανακαλύψει κάτι τόσο τρομερό, είσαι τόσο ανήσυχη. Τι σε τάραξε αλήθεια; Πες μου. Και σου υπόσχομαι πως θα σε προστατέψω εγώ. Όπως προστατεύεις και εσύ άλλωστε εμένα.
Είσαι τόσο ταραγμένη μανούλα. Τρέχεις όλη μέρα σήμερα και δε καταλαβαίνω το λόγο. Σε νιώθω να πανικοβάλλεσαι. Μα γιατί, ποιος σου έκανε τόσο κακό;
Σταματάς για λίγο, παίρνεις μια βαθιά ανάσα και ακουμπάς το χεράκι σου πάνω μου. Αχ μαμά. Να ξέρες πόσο ευτυχισμένο είμαι τώρα. Τι ωραίο χάδι που έχεις μαμά. Το αγαπάω, όπως αγαπάω και εσένα.
Τρέχεις ξανά, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μα σταμάτα και λίγο μαμά, με κούρασες και δεν έφαγα και τόσο καλά το πρωί, πάλι νηστικό με άφησες.
Ακούω φασαρία γύρω σου. Μα που είσαι που βρίσκεσαι. Πολλές φωνές. Τι φασαρία είναι αυτή; Κάτι μυρίζει άσχημα, τι; Και εσύ τρέχεις, μα γιατί βιάζεσαι τόσο.
Κουδουνίζει κάτι τόσο δυνατά.
Το νιώθω και εγώ, το έχεις τόσο κοντά μου. Μου τρυπάει τα αυτιά.
"Πρέπει να περάσω από κει. Το συντομότερο" ακούω τη φωνή σου και καταλαβαίνω πόσο τρομοκρατημένη είσαι. Ίσως αν μπορούσα να σε δω να το καταλάβαινα από το βλέμμα σου. Μα τώρα δε σε βλέπω. Το καταλαβαίνω όμως από τις κινήσεις σου.
Ξανά κάθεσαι κάπου αναπαυτικά. Αχ τι ωραία που είναι. Λίγη ξεκούραση στη τόση κούραση.
"Να κάνετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε" λες πάλι κάπου μα τώρα δεν ακούω αυτό το μικρό πράγμα να χτυπιέται σαν μανιασμένο.
   Είχα κοιμηθεί και ξύπνησα απότομα όταν σε άκουσα να φωνάζεις δυνατά. Πάλι κάπου.
"Γιατρέ μου τι λέτε δε γίνεται. Απλά δε μπορεί. Όχι τώρα. Όχι σε μένα. Γιατί σε μένα;" τον ρωτάς και για κάποιο λόγο φοβάμαι και εγώ τόσο πολύ.
"Αρχικά πρέπει να ηρεμήσεις. Δεν είσαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία. Εξάλλου δεν είμαστε σίγουροι για τίποτα προτού σε εξετάσω" άκουσα και εκείνον να λέει και ύστερα ξάπλωσες κάπου που δεν ήταν καθόλου αναπαυτικά μα για την ώρα καλά ήταν.
Προσπάθησα να κλείσω ξανά τα μάτια μου μα δε τα κατάφερα. Αμέσως ένιωσα εκείνο το παγωμένο υγρό πάνω στη κοιλιά σου.
"Να το. Αυτό εδώ είναι το..." πήγε να πει ο άνθρωπος και εσύ γρήγορα τον διέκοψες.
"Σταματήστε. Δε θέλω να μου πείτε". Μα έλα τώρα μαμά. Μη κάνεις σαν παιδί. Τι γίνεται, τι δε θέλεις να ξέρεις; Απορώ ώρες-ώρες μαζί σου.
"Να και εδώ χτυπάει η καρδούλα του" συνέχισε και ακούστηκε αυτός ο τρελός, χορό-πηδηχτός ήχος. Αχ ναι μαμά. Αυτό είμαι εγώ. Εγώ. Εγώ. Ακούς; Άκου. Τον αγαπώ αυτόν τον ήχο τον τρελό θα τον...
"Όχι όχι. Δε μπορεί. Δε γίνεται να... Ω θεέ μου. Πώς, μα γιατί, γιατί σε μένα, γιατί τώρα" ρωτάς ξανά και νομίζω πως με μιας παγώνω πάλι.
Τι λες μαμά, ακούς άραγε τι λες;
"Άκουσε με κοπέλα μου. Θα σου αφήσω λίγο καιρό να το σκεφτείς. Το μυαλό σου είναι τόσο θολό και νομίζω πως χρειάζεται σκέψη ένα τέτοιο θέμα" ακούω πάλι την βαριά φωνή του ανθρώπου που είναι μαζί σου. Και μπορώ να πω πως κάπως τον έχω συμπαθήσει.
Μη κάνεις πείσματα, δεν είσαι παιδί. Σκέψου καθαρά.
"Δεν πρόκειται να σκεφτώ τίποτα γιατρέ. Τίποτα. Είμαι πολύ μικρή για να κάνω τώρα ένα παιδί. Θα μου καταστρέψει όλη τη ζωή μου" λες και μου κόβεται η ανάσα. Προσπαθώ να σε κλοτσήσω για να καταλάβεις πόσο πολύ πληγώνουν αυτά που λες μα δε τα καταφέρνω, είμαι ακόμα πολύ μικρό σε αντίθεση με σένα που δε γνωρίζεις αν είσαι μικρή η μεγάλη.
Πριν λίγο καιρό υποστήριζες σε κάποιον ότι ήσουν τόσο μεγάλη που μπορούσες να αναλάβεις την ευθύνη του εαυτού σου, ήξερες τι ήθελες πια. Ήσουν μεγάλη. Δε μπορώ να θυμηθώ σε ποιον μαμά. Δε θυμάμαι σε ποιο το έλεγες μα ξεκίναγε κάπως έτσι.
"Σταμάτα μαμά. Επιτέλους σταματά. Είμαι αρκετά μεγάλη για να μπορώ να αναλάβω τις ευθύνες των πράξεων μου. Σταμάτα τις υποδείξεις μια ζωή" της είχες πει της δικιά σου μαμάς εκείνη τη μέρα. Θυμήθηκα σωστά; Και ύστερα χώθηκες στο δωμάτιο σου και ξέσπασες σε λυγμούς γιατί τα λόγια της σε είχαν πειράξει τόσο πολύ όπως και μένα τώρα τα δικά σου.
"Εντάξει. Όπως επιθυμείτε. Θέλετε να κλείσουμε ένα ραντεβού για την επόμενη βδομάδα".
Ευτυχώς κάποιος είναι λογικός μαμά. Η δικιά σου λογική κάπου κρύφτηκε. Ή μήπως τελικά λειτουργείς μόνο με αυτήν. Καθόλου συναίσθημα δεν έχεις στη καρδιά σου μαμάκα, μα γιατί; Και εγώ που νόμιζα πως είσαι τόσο όμορφη γιατί έχεις την ομορφιά της καλοσύνης μέσα σου. Κρίμα μαμά. Η εικόνα σου απάτη σκέτη. Εξαπατάς πάντα έτσι τους ανθρώπους που σε αγαπάνε μαμά; Τόσο εύκολα προδίδεις τον εαυτό σου. Μα γιατί;
"Όχι. Θα γίνει τώρα. Αμέσως τώρα. Δε θέλω να περιμένω ούτε λεπτό. Αυτό το...το έμβρυο θα μου καταστρέψει τη ζωή και είμαι τόσο νέα, πολύ νέα γιατρέ" του λες και προσπαθώ να αντιληφθώ τι του λες. Πώς γίνεται να μιλάς για μένα μαμά; Είναι δυνατόν να με αποκαλείς έμβρυο; Είμαι παιδάκι μαμά. Και όταν βγω από τη κοιλίτσα σου θα έχω μεγαλώσει και άλλο. Θα είμαι μικρούλι όμως, δε θα πιάνω χώρο, στο ορκίζομαι, δε θα κλαίω, σου δίνω τον λόγο μου. Μα μαμά μη το κάνεις.
"Πρέπει να ειδοποιήσετε κάποιον, ο πατέρας..."
"Κανένας. Ούτε καν αυτός". Θα ανησυχούσα αν έλεγες κάτι διαφορετικό. Μήπως και σου αλλάξουν γνώμη. Και ο μπαμπάς μου μαμά; Ούτε αυτός έχει λόγο; Ίσως αυτός να με αγαπούσε πιο πολύ από σένα.
"Ούτε καν αυτός. Εξάλλου είναι δικιά μου η ευθύνη, δικιά μου και η ζωή. Είμαι πολύ μικρή για να γίνω μητέρα θα κάνω αργότερα αλλά παιδιά" συνεχίζεις στο ίδιο ψυχρό ύφος και απορώ γιατί με πληγώνεις τόσο.
Τόσο εγωισμός λοιπόν μαμά. Είναι δική σου η ζωή ναι, εσύ την ορίζεις, εσύ αποφασίζεις για αυτήν, κανένας άλλος. Και η δικιά μου ζωή μαμά, η δικιά μου ζωή δεν είναι και αυτή δικιά μου, εγώ δε θα πρεπε να αποφασίζω για αυτήν; Μα είμαι τόσο δα που δε μπορώ. Όχι, δε μπορώ να μιλήσω, να αποφασίσω, να διαλέξω να ζήσω. Επιλέγεις εσύ και είναι τόσο μα τόσο άδικο αυτό μαμά. Πολύ άδικο. Εσύ είσαι πολύ άδικη. Τόσο εγωίστρια. Γιατί; 
Πώς θα μπορούσα εγώ τόσο δα μικρό να σου καταστρέψω άραγε τη ζωή, με ποιο τρόπο; Εσύ όμως μπορείς. Είσαι τόσο μεγάλη, πιο μεγάλη από μένα και αποφασίζεις να μου καταστρέψεις τη ζωή για να μη καταστρέψω εγώ τη δική σου. Λες θα κάνεις αλλά παιδιά. Αργότερα. Μα μαμά ούτε αυτά θα θες, όπως δε θες και μένα τώρα. Τι θα αλλάξει μετά, τι μπορεί να αλλάξει μετά. Η ψυχή σου θα μείνει ίδια φορτωμένη απλά με ένα φόνο. Θα αντέξεις άραγε μετά από αυτό;
"Ακολούθησε με λοιπόν" λέει απηυδισμένα αυτός ο άλλος και σηκώνεσαι ξανά από το μη αναπαυτικό κρεβάτι. Αρχίζεις να περπατάς και ακούω πάλι φασαρία.
"Περίμενε εδώ και ξάπλωσε" σου ζητάει και εσύ δε μιλάς.
Έλα μαμά. Τώρα που έφυγε. Φύγε και εσύ από εκεί μέσα. Ξέρω πως δε το θες, ξέρω πως δε μπορείς. Είμαι κομμάτι σου μαμά, είμαι σάρκα από τη σάρκα σου, αίμα από το αίμα σου, είμαι δικό σου. Μα αυτό δε σου δίνει και το δικαίωμα να κάνεις κάτι τόσο φριχτό.
Ξαπλώνεις. Είσαι φοβισμένη, τόσο τρομαγμένη, το νιώθω. Φύγε μαμά, φύγε προλαβαίνεις.
"Είσαστε η δεσποινίς που..."
"Ναι ναι εγώ είμαι" διακόπτεις τη φωνή την άγνωστη και ακούω τα βήματα της να σε πλησιάζουν.
"Θα κάνουμε μια αναισθησία και ύστερα θα προχωρήσουμε στο χειρουργείο. Εντάξει;" σε ρώτα. Πες όχι μαμά. Πες όχι. Φύγε από εκεί μέσα πνίγομαι.
"Εντάξει. Ας γίνει" λες αποφασιστικά και πια παραιτούμε να σου μιλώ.
  Και να φανταστείς μαμά πως σήμερα που ξύπνησα ένιωσα τόσο ευτυχισμένο μα εσύ τόσο δυστυχισμένη που με κατάλαβες.
Δε πειράζει μαμά, καταλαβαίνω. Ίσως μπορεί και να σε συγχωρήσω. Ξέρω πόσο πολύ δυσκολεύτηκες να το κάνεις. Ήμουν μπροστά όταν αρνήθηκες να γίνει.
Αισθάνομαι πως σιγά σιγά παραιτείσαι και εσύ. Όχι μαμά. Όχι όχι. Μη κλείνεις τα μάτια σου. Μη τους αφήσεις, μη τους αφήσεις να με σκοτώσουν. Σε παρακαλώ μαμά μου. Μαμάκα μου σε παρακαλώ. Όχι μαμά. Μη μη το κάνεις.
Ύστερα πάλι κάποιος σπρώχνει το καρότσι και το τσουλάει. Για που άραγε; Ξέρω πως αυτή θα είναι η τελευταία μου βόλτα, η τελευταία μας βόλτα μαζί. Κρίμα. Κρίμα και δεν έμαθα ακόμα αν θα παίζω με κούκλες ή με αυτοκινητάκια. 
Καλύτερα που δεν έμαθα τελικά. Δε θα ήθελα να είμαι κοριτσάκι σαν και εσένα. Και άμα σου έμοιαζα; Θεέ μου. Τι εγκληματική σκέψη. Και να σκεφτείς πως σε αγαπούσα τόσο πολύ, ακόμα σε αγαπάω μαμά, ακόμα. Εγκληματική πράξη. Είμαστε πάτσι
Το κρεβάτι σταματά να κουνιέται. Τη φωνή σου σταμάτησα να την ακούω. Δε με τρομάζει πια.
"Είναι έτοιμη;"
"Ναι, γιατρέ"
"Ας ξεκινήσουμε τότε" λέει κάποιος κάπου και με πιάνει κρύος ιδρώτας. Έρχεται το τέλος μου. Το ξέρω. Το γνωρίζω. Μα μην ανησυχείς για μένα μαμά. Θα πάω κάπου αλλού, σε έναν άλλο κόσμο που θα με αγαπάνε, που θα με προσέχουν. Σίγουρα για εκείνους δε θα είμαι μια ευθύνη που θα τους καταστρέψει τη ζωή. 
Ξαφνικά νιώθω τόσο κρύο. Κρυώνω παντού. Είμαι τόσο μικρούλι ακόμα για να αντέξω. Δύο χέρια με πιάνουν και με βγάζουν από τη κοιλίτσα σου. Κάτι κόβουν και...Αντίο μαμά. Τώρα πια δε μας ενώνει τίποτα. Ελευθερώθηκες από μένα. Γλίτωσες. Δε θα σου καταστρέψω τη ζωή. Πρόλαβες. Πρόσεχε μονάχα μη την καταστρέψεις η ίδια τη ζωή σου. Αντίο μαμά. Θα τα πούμε σε μια άλλη ζωή. Εκεί που θα είμαστε στην ίδια θέση. Θα είμαστε και οι δύο, δύο ψυχές που θα αναμετρηθούν. Μα θα νικήσω. Συγγνώμη μαμά αλλά η δική σου ψυχή ήταν τόσο μικρή και σκοτεινή. Εσύ λιγοψύχησες ενώ εγώ πληρώνω την ευθύνη και για τους δύο μας. Κρίμα που δε μου άφησες μια ευκαιρία να γνωριστούμε θα με αγαπούσες είμαι σίγουρο για αυτό. Εγώ σε αγαπούσα από την αρχή. Εξάλλου εσύ ήσουν η πηγή της ζωής μου. Εσύ μου έδινες ζωή. Και εσύ μου τη πήρες στο τέλος. Κρίμα. Να προσέχεις. Αυτό τίποτα άλλο. Τον εαυτό σου κυρίως. Και να πεις σε αυτούς που σε αγαπάνε να προσέχουν. Πότε δε ξέρεις πότε θα βρεθούν εξαπατημένοι και αυτοί όπως εγώ από την όμορφη εικόνα σου.
Αντίο μαμά. Να προσέχεις και να θυμάσαι σε αγαπώ.


Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

"Αναμφίβολες Αγάπες"

Θα τις δεις να ανοίγουν δειλά τα παράθυρα σαν ξημερώσει. Θα τραβήξουν φοβισμένα τις κουρτίνες μήπως και μπει άπλετο το φως και καούν.
Αγάπες γυάλινες, εύθραυστες. Τόσο ευαίσθητες στο να ραγίσουν στη πρώτη σύγκρουση με το έδαφος.
Είναι εκείνες οι αγάπες οι αναμφίβολες που ψάχνουν να βρουν συνεχώς το νόημα μέσα από τις πράξεις, πίσω από τα λόγια. Εκείνες που νομίζουν ότι στέκουν στα πόδια τους ενώ με το πρώτο φύσημα του αέρα θα λυγίσουν. Σαν κλαράκια.
Και στη πρώτη τη φωτιά τι κάνουν; Καίγονται. Σαν τσιγαρόχαρτα. Και σου αφήνουν αυτήν την άσχημη μυρωδιά που έχει ένα χαρτάκι άδειο χωρίς καπνό. Γυμνό από ύλη, γυμνό από συναισθήματα, από αρώματα ψυχής.
Αγάπες που γεμίζουν και αδειάζουν ανασφάλεια. Που κρατάνε και αποβάλλουν φόβο. Και αυτό γιατί δε μπορούν να σταθούν γερά στα πόδια τους. Και αυτό γιατί κανείς δε τους έμαθε πως η αγάπη είναι αίσθημα αισιοδοξίας, δύναμης, αντοχής. Είναι η πίστωση πως σε κάθε αναποδιά εκείνη σαν επιβεβαίωση στην απώλεια μνήμης σου θα σου θυμίζει το πόσο αντέχεις.
Αυτές οι αγάπες είναι δυστυχώς...πώς να το πω...τρίζουν από παντού αβεβαιότητα, ανησυχία, ανασφάλεια. Γιατί κάνεις δε τους εξήγησε πως όταν αγαπάς γίνεσαι ο ίδιος θηρίο ανήμερο για να διαφυλάξεις το αντικείμενο αγάπης σου ακόμα και μέσα σε πεδίο γεμάτο νάρκες ασφαλές .
Από θεριά, μετατρέπονται σε ερπετά χάνοντας το βαθμό της θέσης τους. Το ψηλό αξίωμα τους. Γίνονται ερπετά και σέρνονται από αδυναμία και μόνο να δυναμώσουν.
Και πάνε σκυφτές. Και περπατούν κουτσαίνοντας. Γιατί τελικά είναι δύσκολο να σηκωθεί κάνεις από το χώμα όταν δεν του έχουν μάθει πως είναι να περπατάς όρθιος με σθένος και περηφάνια για ότι αγαπάς. Γιατί ίσως και κανείς να μην ένιωσε την ασφάλεια που σε κάνει να νιώθεις η αγάπη σαν πετάς στα ουράνια. Σαν περπατάς στα σύννεφα αγγίζοντας εκείνο το βαμβακερό άυλο λευκό μαξιλαράκι.
Θα πέσεις. Είναι σίγουρο. Το θέμα δεν είναι όμως το αν θα πέσεις, το αν πληγωθείς, αν ματώσεις τα γόνατα σου. Αλλά το αν θα σηκωθείς. Ή καλύτερα το αν έχεις μάθεις να σηκώνεσαι ύστερα από κάθε αναποδιά. Μετά από κάθε στραβοπάτημα. Κάθε φορά που οι αντοχές σου συντρίβονται με τις δυσχέρειες της γεμάτης σκαμπανεβάσματα ζωής σου.
Αφήνουν αγκαλιές άδειες αυτές οι αγάπες. Αφήνουν κενά σε θέσεις που θα έπρεπε να υπάρχουν άνθρωποι. Χέρια στο σημείο που τώρα έχουν επιβληθεί με αυταρέσκεια τρύπες, ξηλωμένες ραφές, μπορεί και μπαλώματα.
Μα σίγουρα κάτι χαλασμένο καταλαμβάνει το ρόλο κάποιου που θα έπρεπε να ήταν τέλεια πλασμένο, αυθεντικά ανθεκτικό χωρίς επιπρόσθετο υλικό.
Είναι τόσο δύσκολες οι αγάπες αυτές.
Πάντα κάποιος αποχωρεί και πάντα κάποιος μένει πίσω να κοιτάει με δυσπιστία το κενό. Όσο εκείνος ο άλλος παλεύει να σύρει τα βήματα του μακριά από εκεί. Κάτι επειδή φοβήθηκε, λίγο γιατί δεν ήταν σίγουρος. Και στο τέλος τι μένει άραγε;
Μένει εκείνη η ανεπαίσθητη φωτεινή ελπίδα πως θα επέλθει γυρισμός μετά τον αποχωρισμό; Ή σκοτάδι πυκνό και αδάμαστο που ύστερα από αυτό επέρχεται το απόλυτο τίποτα. Το επονομαζόμενο κενό. Η άβυσσος της ερήμου δύο ψυχών νεκρών.
Αυτές οι αγάπες οι αναμφίβολες. Που σε αλυσοδένουν στα συντρίμμια της ίδιας σου της καταστροφής. Εκείνες οι αγάπες κυλούν στο αίμα σου σαν κώνειο που σε καταστρέφει αργά και στο τέλος στεγνώνει τις φλέβες σου ζητώντας σου να ξεκινήσεις από την αρχή. Να κάνεις την αμφιβολία σιγουριά για να σταθείς στα δύο σου πόδια σταθερά και από την αρχή να φτιάξεις το αλφαβητάρι της αγάπης.