Αναγνώστες

Σελίδες

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Μαγικά Χριστούγεννα....

~Δύο διαφορετικές ιστορίες αγάπης. Δύο χριστουγεννιάτικες ιστορίες με αγάπη, συναίσθημα, έρωτα. Με διαφορετικά μηνύματα. ~
Εκείνο το πρωινό ξύπνησα κάπως κακόκεφη. Τα σχολεία μπορεί να είχαν κλείσει λόγω γιορτών μα παρόλα αυτά τίποτα δε μπορούσε να μου δώσει την ικανοποίηση. Κάθε μέρα ήταν τόσο ξένη και απροσάρμοστη με τις ανάγκες ενός μικρού παιδιού σαν κι' εμένα.Σαν βγήκα από το δωμάτιο άκουσα τη μητέρα μου να τραγουδά κεφάτη ένα τραγούδι από τα αγαπημένα της. Η μητέρα μου δε τραγουδούσε σχεδόν ποτέ μα όταν το έκανε η φωνή της θύμισε αγγέλου. Πρώτη φορά την έβλεπα τόσο χαρούμενη. Όλα μου φαινόντουσαν τόσο εξωπραγματικά.
Περίεργα πράγματα γινόντουσαν εκείνη τη μέρα μα δεν έδωσα και πολύ σημασία. Όλα θα γινόντουσαν πάλι μονότονα. Η μαμά κατευθύνθηκε στη κουζίνα και εγώ τότε βρήκα την ευκαιρία να περάσω μέσα. Όλος ο κόσμος μύριζε κάτι ωραίο. Η μαμά καθόταν στο τραπέζι και είχε γεμίσει τα χέρια της με ζυμάρια.
"Μαμά;" απόρησα παραξενεμένη με όσα έκανε.
"Αγάπη μου καλημέρα. Έλα, φάε πρωινό και κάτσε να με βοηθήσεις" μου ζήτησε και χάρηκα καθώς πότε δεν ήθελε τη βοήθειά μου.
"Τι είναι;" ρώτησα και έκατσα πάνω στη καρέκλα της κουζίνας κοιτώντας το πλούσιο πρωινό που είχε φταίξει για μένα με απορία αφού η μαμά κάθε πρωί έφευγε βιαστικά για τη δουλειά της αργοπορημένη αφήνοντας με μόνη μου σπίτι. Να φάω πρωινό, να ετοιμαστώ και να πάω στο σχολείο.
"Μελομακάρονα μωρό μου. Για τα Χριστούγεννα που έρχονται. Αύριο θα φτιάξουμε μαζί τους κουραμπιέδες εκείνα τα γλυκάκια με τη λευκή ζάχαρη που σου αρέσουν πολύ κάθε χρόνο" μου δήλωσε και με όρεξη έγλυψα τα χείλη μου που είχαν γεμίσει μαρμελάδα.
Για μια στιγμή μονάχα γιατί μετά άρχισα να μπερδεύομαι. Ήταν σίγουρα η μαμά μου αυτή η γυναίκα ή είχε πάθει κάτι. Η μητέρα μου δύσκολα ασχολούνταν μαζί μου, γυρνούσε πάντα κουρασμένη και σπάνια με άφηνε να τη βοηθήσω.
"Μα τι συμβαίνει μαμά, γιατί είσαι τόσο χαρούμενη, έγινε κάτι" θέλησα να μάθω καθώς όλα μέσα μου ήταν μπερδεμένα.
"Έρχονται τα Χριστούγεννα αγάπη μου. Από τη δουλειά μου πήρα μεγάλη άδεια και έτσι θα περάσουμε όλοι μαζί αυτές τις χαρούμενες, άγιες μέρες" μου απάντησε με την απέραντη χαρά που κουβαλούσε μέσα της. Και έστρεψε ξανά τη προσοχή της στα γλυκάκια που έφτιαχνε. Ο φούρνος ήταν ήδη αναμμένος με τα γλυκά που είχε φτιάξει η μαμά. Αυτά μύριζαν λοιπόν τόσο ωραία.
Έφαγα γρήγορα το πρωινό μου και έκατσα δίπλα της να την βοηθήσω. Μου έδειξε το πως πολλές φορές και αφού γεμίσαμε όλα τα ταψιά, μου έδωσε ένα μεγάλο πιρούνι για να τους φτιάξω εγώ το σχήμα.
Ήταν τόσο ωραίο εκείνο το πρωινό. Μου είχε φτιάξει ξαφνικά τη διάθεση.
   Όταν ο μπαμπάς γύρισε το απόγευμα από τη δουλειά όλα ήταν έτοιμα. Η μεγάλη τραπεζαρία μας ήταν γεμάτη με κάθε χριστουγεννιάτικη απόλαυση και ο μπαμπάς εκείνη τη μέρα λιγότερο νευρικός από τις προηγούμενες φορές. Σκεφτόμουν αν είχαν χαλάσει εκείνη τη μέρα τα τηλέφωνα τους και αποφάσισαν να γεμίσουν τον ελεύθερο χρόνο τους με μένα. Κανένας δεν το είχε πιάσει στα χέρια του εκείνη τη μέρα. Έτσι η λευκή οθόνη που άναβε και αντανακλούσε στο βλέμμα τους αποβλακώνοντας τους δεν άναψε σχεδόν καθόλου.
Η μαμά σαν είδε πως ο μπαμπάς ήταν πια ξεκούραστος του ζήτησε να κατεβάσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο από το πατάρι. Εκείνος δε της χάλασε χατίρι. Δίνοντας της ένα φιλί στα χείλη έσπευσε να κάνει την επιθυμία της διαταγή.
Το δέντρο μπήκε στο κέντρο του σαλονιού πλέον και η μαμά έριξε το βλέμμα της πάνω μου.
"Έλα αγάπη μου. Πάμε να με βοηθήσεις να φτιάξουμε το δέντρο, θα μας βοηθήσει και ο μπαμπάς" είπε χαρίζοντας μου το χέρι της που χωρίς δεύτερη σκέψη το έπιασα.
Κανένας δεν είχε νεύρα εκείνη τη μέρα. Κανένας δε μου φώναξε, ούτε μου υπέδειξε τι να κάνω. Εκείνη τη μέρα έμεινα με τις πιτζάμες από την ώρα που ξύπνησα. Η μαμά με άφηνε να βάζω τα στολίδια όπου ήθελα πάνω στο δέντρο χωρίς να μου ορίζει το που. Ο μπαμπάς έβαλε μουσική στο στέρεο αφήνοντας μου φιλιά που και που στο μάγουλο κάνοντας με να κοκκινίζω.
Είχε νυχτώσει πια όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι μου ύστερα από το αγαπημένο μου φαγητό που είχε φταίξει η μαμά. Ήμουν αρκετά κουρασμένη όταν εκείνη με σκέπασε και μου έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο κούτελο ψιθυρίζοντας μου καληνύχτα.
"Κοιμήσου αγάπη μου να ξεκουραστείς. Αύριο θα είναι μια εξίσου συναρπαστική αλλά κουραστική μέρα. Θα πρέπει ξανά να φτιάξουμε τα γλυκά που σου υποσχέθηκα και να βγούμε στα μαγαζιά να ψωνίσουμε δώρα. Εσύ, έγραψες γράμμα στον Άι-Βασίλη, του ζήτησες να σου φέρει το δώρο σου;" με ρώτησε και αχνά χαμογέλασα. Η αλήθεια ήταν πως το μυστικό της μαμάς και του μπαμπά δεν ήταν πια ασφαλές γιατί το είχα μάθει, παρόλα αυτά δεν την απογοήτευσα.
"Του έγραψα μαμά μα νομίζω πως σε μένα ήρθε φέτος πιο νωρίς" απάντησα και την είδα να δακρύζει.
Είχα την αγάπη και την αμέριστη προσοχή των γονιών μου. Χωρίς υποδείξεις, υπαινιγμούς και επικρίσεις. Τι άλλο θα μπορούσα να θέλω; Τι άλλο μπορούσα να ζητήσω; Ήξερα πως τα Χριστούγεννα που ερχόντουσαν ήταν μαγικά.
                                                       ~~~~
Καθόμουν στη μοβ πολυθρόνα διαβάζοντας αφοσιωμένη εκείνο το βιβλίο που είχα ξεκινήσει τη προηγούμενη βδομάδα. Εκείνο που μου είχε κινήσει τη περιέργεια να το ανοίξω και μαγεύτηκα. Με εκείνα και με τα άλλα δεν είχα προλάβει να φτάσω ούτε καν μέχρι τη μέση.   Ήμουν τόσο εκνευρισμένη εκείνη τη μέρα. Είχα σηκωθεί μάλλον κάπως περίεργη. Εκείνος δε βρισκόταν στο πλευρό μου. Μέρες τώρα βλεπόμασταν πολύ λίγο.
Ερχόταν από τη δουλειά αργότερα από μένα. Μα ακόμα και τότε δεν άλλαζε κάτι. Τρώγαμε μαζί και ύστερα σκαρφιζόταν πως είχε δουλειά και έπρεπε να φύγει. Όλο έτρεχε. Αγωνιούσε συνέχεια για κάτι. Και το τηλέφωνο μονίμως κολλημένο πάνω του. Όλο μιλούσε και όλο άκρη δεν έβγαζε.
Ήμουν τόσο απορροφημένη που πραγματικά δε συνειδητοποίησα πως το σπίτι φιλοξενούσε και τη δική του παρουσία. Άργησα πολύ να καταλάβω. Ένας θόρυβος με ξύπνησε από το λήθαργο μου. Γύρισα και κοίταξε. Η τσάντα του ήταν ριγμένη πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι του σαλονιού και εκείνος κάπως εκνευρισμένος σε μια στάση αρκετά κοντά μου.
"Γύρισες; Συγγνώμη. Δε σε άκουσα" είπα μόνο και έστρεψα το βλέμμα μου ξανά μες τις σελίδες του πολυπόθητου βιβλίου.
Παρεμπιπτόντως δεν το συνέχισε. Ίσως να περίμενε να τσακωθούμε που είχε αφήσει τη τσάντα του πάνω στο κρυστάλλινο γυαλί και γνώριζε καλά το ποσό με εκνεύριζε, μα εκείνη τη στιγμή δεν έδωσα συνέχεια. Τόπο στην οργή. Ήμουν αρκετά λυπημένη μαζί του.
Πήρε την τσάντα του και την έβαλε δίπλα από τον καναπέ. Για λίγο είχε τη καλοσύνη να με αφήσει στην ησυχία μου. Ύστερα όμως τη χάλασε. Και ενώ ήμουν έτοιμη να σηκωθώ και να φύγω από δίπλα του εκνευρισμένη, τα λόγια του με ηρέμησαν.
"Θέλεις να αφήσεις το βιβλίο και να πάμε για περπάτημα; Θα ήθελα να κάνουμε μια βόλτα μαζί, να ξεσκάσουμε" μου πρότεινε και σταμάτησα να διαβάζω τα γράμματα στις σελίδες. Έκλεισα το βιβλίο αργά και το ακούμπησα στο γυάλινο τραπέζι. Ήξερα καλά πως το βλέμμα του με συντρόφευε σε κάθε κίνηση μου μα αρνήθηκα να τον κοιτάξω και εγώ.
"Εντάξει. Πάω να ετοιμαστώ" του δήλωσα μα πηγαίνοντας να φύγω με κράτησε από το χέρι γλυκά.
"Δε χρειάζεται. Απλά βάλε το μπουφάν σου" είπε και σαν υπνωτισμένη από τη ξαφνικά αναπάντεχη και ταυτόχρονα τόσο τρυφερή συμπεριφορά του, πήγα σχεδόν βιαστικά να το φορέσω.
Περπατάγαμε για αρκετή ώρα. Ο παγωμένος αέρας μου έκανε ξαφνικά τόσο καλό. Η κάπνα από τα τζάκια είχαν πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα με ένα λευκό νέφος. Οι αναπνοές μας σχημάτιζαν ένα σύννεφο καπνού. Το ευαίσθητο δέρμα μου είχε παγώσει. Σιωπή για άλλη μια φορά μας διακατείχε, μα παρόλα αυτά τα Χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια στα μπαλκόνια των σπιτιών, των δέντρων και στις κολώνες του δήμου με ηρεμούσαν.
"Το ξέρω πως το τελευταίο καιρό έχουμε απομακρυνθεί. Ξέρω πως νομίζεις ότι δεν έχω χρόνο για σένα ή άλλα χίλια δύο που δεν αντιστοιχούν με τη πραγματικότητα. Μα δεν έχουν έτσι τα πράγματα" έσπασε τη σιωπή απότομα, όσο απότομα με χτύπησαν τα λόγια του ταράζοντας με.
Βρισκόμασταν ήδη στο μικρό λοφίσκο που είχε θέα ολόκληρη την Αθήνα. Έκατσε σε μια πέτρα και μου έτεινε το χέρι του να κάνω και εγώ το ίδιο.
"Δεν καταλαβαίνω. Γιατί όλα αυτά;" θέλησα επιτέλους να μάθω καθώς με έτρωγε η περιέργεια.
Εκείνος δε μου απάντησε. Ξεκούμπωσε το μπουφάν του και έβγαλε από μέσα ένα μπουκάλι κρασί με δύο ποτήρια.
"Μα τι είναι αυτά;" ρώτησα γελώντας βλέποντας τη σκηνή αυτή.
"Αφού δεν έσπασαν. Πάλι καλά να λες" αρνήθηκε να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση.
"Δε θέλω να σου μπαίνουν στο μυαλό ιδέες μικρό μου. Δε θέλω να έχεις αμφιβολίες για τίποτα" είπε μόνο και μου έδωσε ένα ποτήρι κρασί. Κόκκινο.
"Που θα πιούμε;"
"Μα στην ευτυχία μας βέβαια. Που αλλού. Μπορεί να σου φαίνεται παράξενο μα μόνο εσένα είχα στο μυαλό μου αυτές τις μέρες" συνέχισε μα δεν πρόσθεσα τίποτα άλλο. Δε ήξερα τι εννοούσε, ούτε και τι είχε στο μυαλό του.
Η σιωπή του με προβλημάτιζε, μα σαν γύρισα να τον κοιτάξω εκείνα με το στόμα ανοιχτό.
"Τι είναι αυτό;"
"Είναι για σένα. Τίποτα μεγάλο. Μα θα ήθελα να μου δώσεις μια απάντηση" μου ζήτησε περνώντας στο δάχτυλο μου εκείνο το μικρό, χαριτωμένο, αστραφτερό μονόπετρο.
"Μια απάντηση;"
"Ένα ναι ή ένα όχι. Και αν θες να ξέρεις γι αυτό έψαχνα σχεδόν όλο αυτό το καιρό. Ήθελα να βρω το καλύτερο για σένα" με ενημέρωσε και έπεσα από τα σύννεφα μαθαίνοντας τι πραγματικά τον κρατούσε μακριά μου, σχεδόν όλο το Δεκέμβρη.
"Εσύ; Είσαι σίγουρος;" περίμενα να μου δείξει τι σκεφτόταν από τη δική του πλευρά. Έστρεψε όλο του το κορμί του προς το μέρος μου, με χάιδεψε και σήκωσε το πρόσωπο μου στο ύψος του δικού του βλέμματος.
"Αν και μόνο αν είσαι και εσύ σίγουρη. Εγώ έχω πάρει την απόφαση μου για το μέλλον και είσαι εσύ μα αν..."
"Ναι" είπα απλά, μόνο. Χωρίς καν να το σκεφτώ διακόπτοντας τον ειρμό του.
"Ναι τι ναι;" απόρησε και εκείνος και σηκώθηκε πανικοβλημένος όρθιος.
"Ναι. Δέχομαι να γίνω γυναίκα σου" επανέλαβα πιο ολοκληρωμένα πέφτοντας στην αγκαλιά του. Σε μια αγκαλιά που με έσφιξε βαθιά μέσα της. Και με σήκωσε ψηλά. Σε μια αγκαλιά που τώρα πια ήμουν σίγουρη εκατό τα εκατό πως ήταν το λιμάνι μου. Ήταν τα πιο μαγικά Χριστούγεννα της ζωής μου, τα Χριστούγεννα εκείνα που θα έμεναν στην ψυχή και τη καρδιά μου ανεξίτηλα χαραγμένα. Η αρχή μιας καινούργιας γεμάτης μαγεία ζωής.
       ~Στην απελπισία της στιγμής, στις δυσκολίες που μπορεί και να αντιμετωπίσεις, φτιάξε γέφυρα αντοχής. Μερικές φορές το μυαλό, μας παίζει περίεργα παιχνίδια. Η ανάγκη μας για το λευκό φόντο στη ζωή μας, είναι μεγαλύτερη από το οτιδήποτε άλλο, μη παλεύεις να δεις μαύρο σε κάθε σου στιγμή. Περίμενε. Τα μεγαλύτερα θαύματα έγιναν όταν κανείς δε τα περίμενε, όταν όλοι τα είχαν παρατήσει. Γιατί, πάντα θα υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι οι ξεχωριστοί να σου δίνουν φως όταν όλα γύρω σου έχουν σβήσει. Και αν δε μπορείς να γίνεις ένας από αυτούς, τουλάχιστον μην απελπίζεσαι. Αν πάλι δεν είσαι από εκείνους, γίνε σαν τους άλλους και χάρισε άπλετο λευκό σε εκείνους που τόσο το έχουν ανάγκη. Κάνε τη μαγεία των Χριστουγέννων να διαρκέσει 365 μέρες το χρόνο….Μπορείς. Αγάπα. Ζήσε. Χάρισε. Φώτισε. Αγκάλιασε. Πίστεψε. Βοήθησε. Νιώσε. Εκεί υπάρχει κόσμος που εκτός από οτιδήποτε άλλο είναι φτωχός από συναισθήματα. Ένα ακριβό δώρο δε θα του δώσει πίσω την υγεία της ψυχής του, δε θα χορτάσει το άδειο πνεύμα του, την μισογεμάτη ψυχή του. Διάλεξε ανάμεσα στα υλικά δώρα εκείνα της ψυχής, κάποιοι κρυώνουν και ας έχουν θέρμανση. Κάνε τη διαφορά. Το συναίσθημα δε κοστίζει μα σε κάποιους κοστίζει η απώλεια του…..

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Λίγοι και καλοί







Είναι εκείνοι οι...οι κάποιοι. Εκείνοι που από το τίποτα ξαφνικά γίνονται τα πάντα. Χωρίς να ζητήσουν. Χωρίς να διεκδικήσουν μια θέση στο πλευρό σου. Σαν υποχθόνιοι, σαν κλέφτες. Μπαίνουν στη ζωή σου με τρόπο που, σίγουρα δε σηκώνει αντιρρήσεις. Δεύτερες σκέψεις. Ρήσεις.
Ήρθαν και είπαν με τρόπο παιδικό.
"Κοίτα με. Εγώ εδώ είμαι. Και θα κάτσω εδώ ότι και αν γίνει"
Λίγοι. Πολλοί λίγοι. Λίγοι και καλοί. Δύο τρεις κολλητοί, δύο τρεις καλοί φίλοι. Που δεν έχετε μαζί τους ούτε παρελθόν, ούτε περασμένα. Δε τους κρατάτε κακία για το πριν. Γιατί πολύ απλά δεν έχετε ιδέα για αυτό. Μονάχα μέλλον. Είναι ωραία τελικά η λέξη αυτή, μαγική, ιδεώδες. Σημαίνει δύναμη η πράξη σου να κοιτάς το μέλλον με μάτια κλειστά και καρδιά ανοιχτή σε ένα βυθό γεμάτο υποσχέσεις. 
Και ας μην έχεις ιδέα για το μετά. Και ας αγνοείς αν το αύριο θα σε βρει ζωντανό ή πεθαμένο. Γιατί έτσι είναι ο άνθρωπος. Κοιτά μπροστά και να αγνοεί το πίσω. Φαντάζεται χρόνια μετά τη ζωή του και ας μην έχει προγραμματίσει καλά το τι θα κάνει τα επόμενα λεπτά.
Μετά πάλι είναι και το παρόν. Το παρόν που άθελα τους το γεμίζουν με στιγμές. Στιγμές τόσο μοναδικά αναπόσπαστες. Στιγμές που μένουν ανεξίτηλες μέσα στον ψυχικό σου κόσμο λες και γράφτηκαν με μελάνι μαύρο που δεν έχει σκοπό να κάνει βήμα από κει που κάποιοι θαρραλέοι περαστικοί αποφάσισαν με δύναμη και σθένος να αφήσουν. Σαν υπογραφή, σαν αποτύπωμα, σαν σημαδάκι με το οποίο μπορείς και ξεχωρίζεις τα σημαντικά από τα ασήμαντα που υπάρχουν και δεσπόζουν ανενόχλητα στη πορεία σου. Στο δρόμο που μέρα με τη μέρα χαράζεις λίγο λίγο.
Εκείνοι οι λίγοι. Οι δύο τρεις. Που μπορεί να σε βρίσουν, να σου φωνάξουν, να σου πουν εκείνη τη φράση την χαρακτηριστική 'στα λεγα εγώ' και να σε μουτζώσουν για τα επαναλαμβανόμενα λάθη σου. Μα ύστερα είναι σίγουρο πως θα σε πάρουν αγκαλιά, θα σε σφίξουν μέσα τους και θα σε γεμίσουν φιλιά. Από εκείνα τα εφηβικά, της νιότης σου, που όσο και αν αυτή με το καιρό φεύγει εκείνα μένουν εκεί κολλημένα. Κάπου κοντά στην αριστερή πλευρά του στήθους σου. Φωλιασμένα και ζεστά για να σου δίνουν δύναμη και φως στις κρύες μέρες του χειμώνα.
Λίγοι και καλοί. 
Με εκείνους που μπορείς και λες τα πάντα, που κάνετε χαβαλέ οπότε να ναι. Πλάκες ένα σωρό. Ανταλλάσσεται απόψεις τόσες διαφορετικές και παράλληλα τόσο ίδιες. Με εκείνους που αράζετε για καφέ σε κάποια καφετέρια χωρίς να σας απασχολεί το επόμενο μάθημα στο Πανεπιστήμιο. Που χαλαρώνετε σε κάποιο δικό σας μέρος, που ορίζεται μονάχα εσείς, με θέα πανοραμική τις νύχτες, ανοίγοντας θέματα περί ανέμων και υδάτων, από πολιτικής άποψης μέχρι και το τι καιρό θα κάνει αύριο. 
Και όλα αυτά γιατί ανήκετε στο δικό σας κόσμο. Στο δικό σας ροζ συννεφάκι μέσα στο οποίο ότι και αν σας απασχολεί το λύνετε με ένα απλό νεύμα ή με την ολιγόλεπτη σιωπή ανάμεσα σας. Και ύστερα προχωράτε παρακάτω.
Εκείνοι οι άνθρωποι λοιπόν που γίνονται τόσο σημαντικοί σε δευτερόλεπτα, απαραίτητοι θα έλεγε κανείς ίσως καλύτερα και δε μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς αυτούς. Με αυτούς που φαντάζεσαι πως όσα χρόνια και αν περάσουν θα είστε μαζί, θα γεράσετε μαζί. Στις πιο πρωταγωνιστικές στιγμές σας θα βρίσκονται οι πρώτοι θεατές στα μπροστινά καθίσματα του θιάσου για να σας χειροκροτήσουν. Είναι και εκείνοι που γίνονται οικογένεια μέσα σε δευτερόλεπτα, χωρίς να σας ενώνουν δεσμοί αίματος συγκεκριμένα ή οικογενειακές φιλίες παλαιότερων χρόνων. Εκείνοι οι εξ αγχιστείας συγγενείς που όσο περισσότερο αδιάκριτοι και αν είναι από τους αίματος σε πειράζει πάντα λιγότερο από ότι θα πρεπε. Γιατί η οικειότητα σας περνάει σε ένα στάδιο στο οποίο ο ιδιωτικός χώρος χάνεται ή καλύτερα δε χρειάζεται πια.
Από κλειστός, εσωστρεφής άνθρωπος γίνεσαι ένα βιβλίο ανοιχτό διπλής όψης χωρίς μυστικά και ώρες αγωνίας για την εξέλιξη μιας ιστορίας με προφανές τέλος.
Όχι. Δε τιμούν όλοι οι άνθρωποι τη λέξη αυτή την ιερή. Τη λέξη της φιλίας. Κάποιοι είναι πολύ λίγοι, ελάχιστοι θα έλεγε κανείς μπροστά στην μεγαλειότητα της ψυχής σου. Ο τι και αν τους δώσεις ποτέ δε θα τους είναι αρκετό και πάντα θα ζητάνε το μέγιστο του παραπάνω εαυτού σου. 
Αλλά επειδή οποίος δε ζητάει τίποτα αξίζει τα πάντα το τι θα δώσεις και τι θα κρατήσεις για τους μεν και τους είναι τόσο γνωστό. 
Καλύτερα όσο γίνεται εκείνοι οι πλεονέκτες να μένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν μας, ώστε το παρόν και το μέλλον μας να είναι δωρισμένο σε εκείνους, τους κάποιους, που με τα λίγα νιώθουν επάρκεια, μέγιστη επάρκεια και ας μην έχουν τίποτα άλλο εκτός από ένα κομμάτι της αμόλυντης ψυχής σου.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

"Ότι γεννιέται στη σιωπή πεθαίνει με τον ίδιο τρόπο"


Είναι ο τρόπος με τον οποίο ξεκινάνε όλα ξαφνικά, αναπάντεχα. Ο τρόπος που το συναίσθημα γεννιέται και εξαπλώνεται μέσα σου, σαν χημικό συστατικό, που χρειάζεται επειγόντως το αίμα σου για να αποφύγει πιθανές δυσλειτουργίες.
  Η σιωπή θεριεύει και τα αισθήματα γίνονται πολλά, τόσα που πια δε λένε να βολευτούν μέσα σου. Ο χώρος περιορισμένος για εκείνα, ο χώρος περιορισμένος και για σένα.Σε ένα κορμί μια ψυχή τόσο βαριά, ζητά ελευθερία και όχι μόνο. Ζητά ελευθερία, οξυγόνο.
  Η ελευθερία όμως σταματά και εσύ ασφυκτιείς σε ένα σώμα, τόσο δα μικρό, μπροστά στο μέγεθος όλων εκείνων που έχουν την τάση να εξαπλώνονται σαν ιός κάτω από το δέρμα σου. Από εκείνους τους ιούς που δε θέλεις να αποχωριστείς με τίποτα, γιατί όσο και να σε αρρωσταίνουν σου προκαλούν και εκείνη τη μοναδική αίσθηση πως τελικά ζεις.
  Είναι η σιωπή εκρηκτική; Τα βλέμματα θανατηφόρα, που συνδυάζουν όλα τα περίπλοκα μαζί; Τι είναι άραγε αυτό που σου γεννάει επιθυμίες ζοφερές και κάνει τις αισθήσεις σου να παραμιλάνε, να θέλουν κι' άλλο, ακόμα λίγο, λίγο περισσότερο κάθε φορά από την προηγούμενη; Σε έλκει άραγε το απόρθητο που συναντάς να σε καλεί κάθε μέρα να το κυριεύσεις; Είναι ο αέρας που σου αποπνέει όλη την αβεβαιότητα και τη βεβαίωση μαζί; Που γίνεται θύελλα και ύστερα τυφώνας, παρασύροντας καθετί μέσα σου, στο μυαλό σου, στο κορμί σου, στις σκέψεις σου;  Η ανάγκη να ζήσεις εκείνο που ορίζεται σε ένα απαγορευμένο στάδιο πορείας, γιατί ως γνωστό τα απαγορευμένα εξίταραν, πολύ περισσότερο από εκείνα τα αποδεκτά από όλους; Μήπως όλα αυτά μαζί; Ή ένα από αυτά; Kάτι άλλο από αυτά ή κάτι παραπάνω από όλα αυτά;
  Ένα είναι το θέμα. Πώς ότι γεννιέται στη σιωπή μπορεί και να πεθάνει με τον ίδιο τρόπο.
   
Είναι μια κατάσταση άρνησης στην οποία υποβάλλεται ο ανθρώπινος οργανισμός.
Είναι το σημείο στο οποίο ο εσωτερικός σου κόσμος έχει πάθει κάποιου είδους υπερβιταμίνωση και δε μπορεί να λειτουργήσει.
  Οι αντοχές του μειώνονται. Η ενέργεια του χάνεται, τα αισθήματα με τις αισθήσεις παραίτησης και με εκείνες της πάλης συγκρούονται διαλύοντας τα σταθμά και τις βάσεις που είχαν οριοθετηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Γιατί άραγε πόσο μπορούν τα συναισθήματα να αυξάνονται όταν εκτός από την επιθυμία και την δυνατή αμοιβαία θέληση δεν υπάρχει φωνή αρκετή για να φτάσει ως εκεί που ακούει το ερέθισμα εκείνος, ο κάποιος άλλος; Φτάνουν μονάχα δύο ζευγάρια μάτια, δύο βλέμματα να δώσουν απαντήσεις σε όλα εκείνα τα αναπάντητα που δειλοί αφήνουν αναπάντητα;
   Ο ίδιος οργανισμός απωθεί ότι είχε τραβήξει μέσα του με τον καιρό. Ο έρωτας ξεφτίζει, η αγάπη φθείρεται και το υπέρογκο συναίσθημα από απαραίτητο γίνεται άχρηστο πια.
Γιατί στην αμοιβαιότητα κάποιοι, κάπου, κάποτε ξεχάσανε να ρισκάρουν στο όλα και από τα πάντα πήραν ένα τίποτα μεγάλο σαν τον εγωισμό τους. Οι φωνές του κόσμου κερδίζουν και η εσωτερική φωνή σου χάνει μια για πάντα. Γιατί αν χάσεις το δρόμο προς την ευτυχία, δύσκολα το ξανά βρίσκεις μετά.    Όλα χάνονται. Γιατί στο αμοιβαίο είναι αναγκαίο να πέσεις με τα μούτρα. Όποιος πρόλαβε, πρόλαβε. Και κάπως έτσι αρχίζεις να συνηθίζεις κάθε μέρα στο ακόμα πιο λίγο, στο ακόμα πιο τίποτα. Ότι σου ήταν αναγκαίο σταματά αυτόματα να είναι και εσύ ξεκινάς μια καθημερινότητα χωρίς τα απαραίτητα συστατικά, τις απαραίτητες βιταμίνες. Έρχεται το τέλος. Έτσι...
  
Ότι γεννήθηκε πεθαίνει και μετά το θάνατο έρχεται η σήψη. Όχι ενός κορμιού, όχι ενός ανθρώπου αλλά δύο ανθρώπων που φοβήθηκαν πολλά και κράτησαν για πάρτη τους μόνο τις σιωπές. Μα πόσο δύσκολο είναι ότι γεννιέται να μπορεί να αναπτυχθεί ταυτόχρονα σε συνθήκες υποτονικές και στυγνά αθόρυβες.
Πεθαίνει. Και θυμίζει πουλιά που πεθαίνουν στον αέρα χωρίς να μπορούν να παλέψουν για το πριν, χωρίς να μπορούν να διορθώσουν τίποτα από όλα εκείνα που έχασαν σαν παθητικοί θεατές. Τσακισμένα φτερά, τσακισμένες και οι ελπίδες τους. Ο τι πεθαίνει, πεθαίνει και δυστυχώς τίποτα δε φαντάζει ικανό να το αναστήσει, να του δώσει ζωή, χαμόγελο στα χείλη. Μένει μονάχα η αίσθηση της επιβίωσης η ανάγκη να μη τα παρατήσει, να παλέψει για το τίποτα με ενοχές και τύψεις στοιβαγμένες στο πιο βαθύ κομμάτι του εαυτού του.
   Ένα είναι το σίγουρο. Πώς ότι γεννιέται στη σιωπή θεριεύει και στο τέλος ανεκπλήρωτο μένει.